- κλισιοσκόπιο
- Μικρό μεταλλικό όργανο, προσαρμοσμένο στον σωλήνα των πυροβόλων όπλων, που χρησιμεύει για τον ακριβή προσδιορισμό του στόχου. Τα κ. των τουφεκιών αποτελούνται συνήθως από έναν αριθμημένο πίνακα, από τον κινητό αναδρομέα, πάνω στον οποίο υπάρχει η σκοπευτική εγκοπή, και από τη βάση στην οποία στηρίζεται το κυρίως όργανο. Στα πυροβόλα το κ. τοποθετείται συνήθως στο πλάι του σωλήνα. Πολλές φορές, και μόνο στα πυροβόλα, χρησιμοποιούνται κινητά κ., διοπτήρες και σκοπευτικές διόπτρες.
Το κλισιοσκόπιο είναι προσαρμοσμένο στον σωλήνα των πυροβόλων όπλων και χρησιμεύει για τον ακριβή προσδιορισμό του στόχου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *τομικρό όργανο προσαρμοσμένο στην κάννη πυροβόλων όπλων το οποίο διευκολύνει την καλύτερη σκόπευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίσις + συνδετικό φωνήεν -ο- + -σκόπιον (< σκοπός). Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. hausse. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό ασκήσεων πεζικού].
Dictionary of Greek. 2013.